Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για δέρνω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δ|έρνω <-ειρα, -άρθηκα, -αρμένος> [ˈðɛrnɔ] VERB μεταβ

2. δέρνω μτφ (ταλαιπωρώ):

δέρνω

Παραδειγματικές φράσεις με δέρνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский