Ελληνικά » Γερμανικά

λοξοδρομ|ώ <-είς, -ησα> [lɔksɔðrɔˈmɔ] VERB αμετάβ

λοξοδρομικ|ός <-ή, -ό> [lɔksɔðrɔmiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΜΑΘ

οπισθοδρόμησ|η <-εις> [ɔpisθɔˈðrɔmisi] SUBST θηλ

1. οπισθοδρόμηση (οπισθοχώρηση):

Rückzug αρσ

2. οπισθοδρόμηση (καθυστέρηση):

Rückstand αρσ

παλινδρόμησ|η <-εις> [palinˈðrɔmisi] SUBST θηλ

1. παλινδρόμηση (προς τα εμπρός και προς τα πίσω):

Hin- und Herbewegung θηλ

οικοδόμησ|η <-εις> [ikɔˈðɔmisi] SUBST θηλ

ανοικοδόμησ|η <-εις> [anikɔˈðɔmisi] SUBST θηλ

εποικοδόμησ|η <-εις> [ɛpikɔˈðɔmisi] SUBST θηλ

1. εποικοδόμηση (παραπέρα οικοδόμηση):

Weiterbau αρσ
Bau αρσ

2. εποικοδόμηση μτφ:

Weiteraufbau αρσ

εξόρμησ|η <-εις> [ɛˈksɔrmisi] SUBST θηλ (έφοδος)

Ansturm αρσ auf +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский