Ελληνικά » Γερμανικά

ανομία [anɔˈmia] SUBST θηλ

I . ανόητ|ος <-η, -ο> [aˈnɔitɔs] ΕΠΊΘ

1. ανόητος (αστόχαστος, χαζός):

2. ανόητος (ηλίθιος):

II . ανόητ|ος <-η, -ο> [aˈnɔitɔs] SUBST αρσ (βλάκας)

ενότητα [ɛˈnɔtita] SUBST θηλ

ανάκατα [aˈnakata] ΕΠΊΡΡ

ανομοιότητα [anɔmiˈɔtita] SUBST θηλ

ανοχή [anɔˈçi] SUBST θηλ

2. ανοχή (υπομονή):

Geduld θηλ

I . ανοί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [aˈniɣɔ] VERB μεταβ

2. ανοίγω (νέο κατάστημα, λογαριασμό):

3. ανοίγω (χάρτη):

II . ανοί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [aˈniɣɔ] VERB αμετάβ

2. ανοίγω (καταστήματα):

3. ανοίγω (επεκτείνομαι):

III . ανοίγομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ανοίγομαι (γίνομαι ανοιχτός):

2. ανοίγομαι (γίνομαι παράτολμος):

3. ανοίγομαι (εκφράζομαι ελεύθερα):

νοητ|ός <-ή, -ό> [nɔiˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. νοητός (κατανοητός):

2. νοητός (στη φαντασία):

κάκητα [ˈkacita] SUBST θηλ

πάχητα [ˈpaçita] SUBST ουδ πλ

Fett ουδ ενικ

άργητα [ˈarjita] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский