Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: πεδιάδα , γενικός , γενικά , γενική , γενιά και γένια

γένι [ˈjɛni] SUBST ουδ o meist, γένια [ˈjɛɲa] SUBST ουδ πλ

γενιά [jɛˈɲa] SUBST θηλ

1. γενιά (σύνολο ανθρώπων ίδιου γένους):

Geschlecht ουδ

2. γενιά (σύνολο ανθρώπων μιας εποχής, χρονική περίοδος):

Generation θηλ

γενική [jɛniˈci] SUBST θηλ ΓΛΩΣΣ

γενικ|ός <-ή, -ό> [jɛniˈkɔs] ΕΠΊΘ

πεδιάδα [pɛðiˈaða] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский