Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σιελ , σιάζω , σφαλίζω , στολίζω , σκαλίζω και διυλίζω

διυλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiiˈlizɔ] VERB μεταβ

1. διυλίζω (φιλτράρω):

2. διυλίζω (ζάχαρη, λάδι):

3. διυλίζω (αποστάζω):

4. διυλίζω μτφ (εξετάζω):

I . σκαλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [skaˈlizɔ] VERB μεταβ

1. σκαλίζω (το χώμα του κήπου):

4. σκαλίζω (τη φωτιά):

5. σκαλίζω μτφ (ιστορίες περασμένες):

II . σκαλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [skaˈlizɔ] VERB αμετάβ

1. σκαλίζω (στο χώμα, στον κήπο):

2. σκαλίζω (σε συρτάρι):

I . στολί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [stɔˈlizɔ] VERB μεταβ

II . στολίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. στολίζομαι (ντύνομαι):

2. στολίζομαι (καλλωπίζομαι):

σφαλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [sfaˈlizɔ] VERB μεταβ

I . σιά|ζω [ˈsçazɔ], σιά|χνω [ˈsçaxnɔ] <-ξα, -χητκα, -γμένος> VERB μεταβ

1. σιάζω (κάτι στραβό: λυγίζοντας):

2. σιάζω (σανίδι):

4. σιάζω (επισκευάζω):

II . σιά|ζω [ˈsçazɔ], σιά|χνω [ˈsçaxnɔ] <-ξα, -χητκα, -γμένος> VERB αμετάβ (τακτοποιούμαι: υπόθεση, δουλειά)

σιέλ [siˈɛl], σιελ [sçɛl] ΕΠΊΘ αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский