Ελληνικά » Γερμανικά

λίμα1 [ˈlima] SUBST θηλ

λίμα
Feile θηλ
κωνική λίμα
λίμα των νυχιών
Nagelfeile θηλ

λίμα2 [ˈlima] SUBST θηλ (λαιμαργία, απληστία)

λίμα
Gier θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με λίμα

κωνική λίμα
Nagelfeile θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский