Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ατμοπλοΐα , ατμόπλοιο , αξιοποιώ και ατμοποίηση

ατμόπλοιο [atˈmɔpliɔ] SUBST ουδ

ατμοπλοΐα [atmɔplɔˈia] SUBST θηλ

αξιοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [aksiɔpiˈɔ] VERB μεταβ

1. αξιοποιώ (το ταλέντο μου, το χρόνο μου):

2. αξιοποιώ (έδαφος):

ατμοποίησ|η <-εις> [atmɔˈpiisi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский