Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για τύφλωση στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τύφλωσ|η <-εις> [ˈtiflɔsi] SUBST θηλ

τύφλωση
Erblindung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский