Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για απελευθερωτής στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απελευθερωτής (απελευθερώτρια) [apɛlɛfθɛrɔˈtis, apɛlɛfθɛˈrɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

απελευθερωτής (απελευθερώτρια)
Befreier(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский