Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για εκλέγω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ε|κλέγω <-ξέλεξα, -κλέχτηκα, -κλεγμένος> [ɛkˈlɛɣɔ] VERB μεταβ

1. εκλέγω (διαλέγω):

εκλέγω

Παραδειγματικές φράσεις με εκλέγω

εκλέγω ένα δήμαρχο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский