Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: λικνίζω , λιανίζω , ρινίζω , ξινίζω , ιονίζω και αχνίζω

λιανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ʎaˈnizɔ] VERB μεταβ

I . αχνί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [axˈnizɔ] VERB αμετάβ (αναδίνω αχνό)

II . αχνί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [axˈnizɔ] VERB μεταβ

1. αχνίζω ΜΑΓΕΙΡ:

ιδιωτισμοί:

beschlagene Scheiben θηλ πλ

ιονίζω

ιονίζω s. ιοντίζω

Βλέπε και: ιοντίζω

I . ξινί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksiˈnizɔ] VERB μεταβ (κάνω ξινό)

II . ξινί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksiˈnizɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι ξινός)

ρινί|ζω <-σα, -σμένος> [riˈnizɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский