Ελληνικά » Γερμανικά

πέταλο [ˈpɛtalɔ] SUBST ουδ

1. πέταλο (για άλογο):

πέταλο
Hufeisen ουδ

2. πέταλο (λουλουδιού):

πέταλο
Blütenblatt ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με πέταλο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский