Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για στρωματοποιούμαι στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτοϊκανοποι|ούμαι <-ήθηκα> [aftɔikanɔpiˈumɛ] VERB αυτοπ ρήμα (και: αυνανίζομαι)

στρωματομελανίας [strɔmatɔmɛlaˈnias] SUBST αρσ ΜΕΤΕΩΡ

στρωματογραφία [strɔmatɔɣraˈfia] SUBST θηλ ΓΕΩΛ

αποποι|ούμαι <-ήθηκα> [apɔpiˈumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ (πρόσκληση)

προθυμοποι|ούμαι <-ήθηκα> [prɔθimɔpiˈumɛ] VERB αυτοπ ρήμα

αποστασιοποι|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [apɔstasiɔpiˈumɛ] VERB αυτοπ ρήμα

στρωματόλιθος [strɔmaˈtɔliθɔs] SUBST αρσ

στρωματόμορφ|ος <-η, -ο> [strɔmaˈtɔmɔrfɔs] ΕΠΊΘ

στρωματογραφικ|ός <-ή, -ό> [strɔmatɔɣrafiˈkɔs] ΕΠΊΘ

στρωματοσωρείτης [strɔmatɔsɔˈritis] SUBST αρσ ΜΕΤΕΩΡ

ανεξαρτητοποι|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [anɛksartitɔpiˈumɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. ανεξαρτητοποιούμαι (άτομο):

2. ανεξαρτητοποιούμαι (κράτος, οργάνωση):

στρωματσάδα [strɔmaˈtsaða] SUBST θηλ

ιδιοποι|ούμαι <-ήθηκα> [iðiɔpiˈumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. ιδιοποιούμαι:

sich δοτ aneignen

2. ιδιοποιούμαι (παράνομα):

οικειοποι|ούμαι <-ήθηκα> [iciɔpiˈumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

αδελφοποι|ούμαι <-είσαι, -ήθηκα, -ημένος> [aðɛlfɔpiˈɔ] VERB αυτοπ ρήμα

περιποι|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [pɛripiˈumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. περιποιούμαι (άρρωστο, κήπο):

2. περιποιούμαι (πελάτη: εξυπηρετώ):

3. περιποιούμαι (πελάτη κτλ: δίχνομαι φιλοφρονητικός):

II . προσποι|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [prɔspiˈumɛ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский