στο λεξικό PONS
ανώφελ|ος <-η, -ο> [aˈnɔfɛlɔs], ανωφελ|ής [anɔfɛˈlis] <-ής, -ές> ΕΠΊΘ
2. ανώφελος (μάταιος):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.