Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για υιοθετημένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μελετημέν|ος <-η, -ο> [mɛlɛtiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

δυσαρεστημέν|ος <-η, -ο> [ðisarɛstiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

συγκρατημέν|ος <-η, -ο> [siŋgratiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

βαργεστημέν|ος <-η, -ο> [varjɛstiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

υιοθεσία [iiɔθɛˈsia] SUBST θηλ, υιοθέτησ|η [iiɔˈθɛtisi] <-εις> SUBST θηλ

1. υιοθεσία (παιδιού):

Adoption θηλ

2. υιοθεσία μτφ (αποδοχή):

Annahme θηλ

στημέν|ος <-η, -ο> [stiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. στημένος (προσποιητός):

2. στημένος ΑΘΛ (αγώνας):

ηττημέν|ος <-η, -ο> [itiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

κεκτημέν|ος <-η, -ο> [cɛktiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. κεκτημένος (κάτι το υλικό):

2. κεκτημένος (κάτι το άυλο):

αρρωστημέν|ος <-η, -ο> [arɔstiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αρρωστημένος (άρρωστος):

2. αρρωστημένος (ασθενικός):

3. αρρωστημένος μτφ (διεστραμμένος, φαντασία, κατάσταση):

εξεζητημέν|ος <-η, -ο> [ɛksɛzitiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ευχαριστημέν|ος <-η, -ο> [ɛfxaristiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

εγκατεστημέν|ος <-η, -ο> [ɛŋgatɛstiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (κάτοικος)

υιοθετ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [iiɔθɛˈtɔ] VERB μεταβ

1. υιοθετώ (παιδί):

2. υιοθετώ μτφ (αποδέχομαι):

διηρημένος

διηρημένος s. διαιρώ

Βλέπε και: διαιρώ

διαιρ|ώ <-είς, -εσα, -έθηκα, -εμένος> [ðiɛˈrɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский