Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: καταναλώνω , κατανικώ , καταναγκάζω , καταναλωτής και κατανάλωση

καταναλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [katanaˈlɔnɔ] VERB μεταβ

1. καταναλώνω (καύσιμα, αποθέματα):

2. καταναλώνω (τρόφιμα, τσιγάρα):

καταναγκά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [katanaŋˈgazɔ] VERB μεταβ

κατανικ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα> [kataniˈkɔ] VERB μεταβ

1. κατανικώ (νικώ: εχθρό κτλ):

2. κατανικώ (ξεπερνώ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский