Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για χαζεύω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χαζ|εύω <-εψα> [xaˈzɛvɔ] VERB αμετάβ

1. χαζεύω (κοιτάζω εδώ κι εκεί, στριφογυρίζω):

χαζεύω

2. χαζεύω (αποβλακώνομαι):

χαζεύω

Παραδειγματικές φράσεις με χαζεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский