Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ομιλητής στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομιλητής (ομιλήτρια) [ɔmiliˈtis, ɔmiˈlitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ομιλητής (ομιλήτρια)
Sprecher(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский