στο λεξικό PONS
καταφέρ|νω <-α> [kataˈfɛrnɔ] VERB μεταβ
1. καταφέρνω (κατορθώνω):
- καταφέρνω
-
2. καταφέρνω (πείθω):
- καταφέρνω
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.