Ελληνικά » Γερμανικά

επιστάτης (επιστάτρια) [ɛpiˈstatis, ɛpiˈstatria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

επιστάτης (επιστάτρια)
Aufseher(in) αρσ (θηλ)
επιστάτης (κτιρίου) αρσ
Hausmeister αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский