στο λεξικό PONS
I. ανοί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [aˈniɣɔ] VERB μεταβ
1. ανοίγω (γενικά):
2. ανοίγω (νέο κατάστημα, λογαριασμό):
- ανοίγω
-
II. ανοί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [aˈniɣɔ] VERB αμετάβ
III. ανοίγομαι VERB αυτοπ ρήμα
3. ανοίγομαι (εκφράζομαι ελεύθερα):
4. ανοίγομαι:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.