Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για βελτιωμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βελτιώσιμ|ος <-η, -ο> [vɛltiˈɔsimɔs] ΕΠΊΘ

παλιωμέν|ος <-η, -ο> [paʎɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (ρούχα)

I . βελτιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [vɛltiˈɔnɔ] VERB μεταβ (κάνω καλύτερο)

II . βελτιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [vɛltiˈɔnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι καλύτερος)

πιωμέν|ος <-η, -ο> [pçɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

κακιωμέν|ος <-η, -ο> [kacɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αφοσιωμέν|ος <-η, -ο> [afɔsiɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αφοσιωμένος (αφιερωμένος):

2. αφοσιωμένος (ασχολημένος, βυθισμένος):

I . ηλικιωμέν|ος <-η, -ο> [iliciɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

II . ηλικιωμέν|ος <-η, -ο> [iliciɔˈmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ

ερωμέν|ος (-η) [ɛrɔˈmɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Liebhaber(in) αρσ (θηλ)

ματωμέν|ος <-η, -ο> [matɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский