Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ενεργετικός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενεργητικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɛrjitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ενεργητικός (δραστήριος):

ενεργητικός ΓΛΩΣΣ, ΛΟΓΙΣΤ
das Aktiv ουδ

2. ενεργητικός (αποτελεσματικός):

ευεργετικ|ός <-ή, -ό> [ɛvɛrjɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ενεργητικό [ɛnɛrjitiˈkɔ] SUBST ουδ

2. ενεργητικό ΙΑΤΡ:

Abführmittel ουδ

βιοενεργητικ|ός <-ή, -ό> [viɔɛnɛrjitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ενετικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ενεργητικότητα [ɛnɛrjitiˈkɔtita] SUBST θηλ

1. ενεργητικότητα (δραστηριότητα):

Aktivität θηλ

2. ενεργητικότητα (δυναμισμός):

Energie θηλ

ενέργεια [ɛˈnɛrjia] SUBST θηλ

2. ενέργεια (δράση: φαρμάκου):

Wirkung θηλ

3. ενέργεια ΦΥΣ:

Energie θηλ
αγορά θηλ ενέργειας ΟΙΚΟΝ
Energiemarkt αρσ
Energieform θηλ
Energiemenge θηλ
Windenergie θηλ
Atomenergie θηλ
Sonnenenergie θηλ
Wärmeenergie θηλ
Kernenergie θηλ
Wasserkraft θηλ
Lichtenergie θηλ
Energiebedarf αρσ
Kraftwerk ουδ

ηγετικ|ός <-ή, -ό> [ijɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

κυνηγετικ|ός <-ή, -ό> [cinijɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

βενετικ|ός <-ή, -ό> [vɛnɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

γενετικ|ός <-ή, -ό> [jɛnɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. γενετικός (αναφερόμενος στη γέννηση):

Geburts-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский