Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για πρήξιμο στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρήξιμο [ˈpriksimɔ] SUBST ουδ

πρήξιμο
Schwellung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский