Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για διεξάγω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διεξ|άγω <-ήγαγα, -άχθηκα, -αγμένος> [ðiɛˈksaɣɔ] VERB μεταβ

διεξάγω

Παραδειγματικές φράσεις με διεξάγω

διεξάγω δημοπρασία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский