Ελληνικά » Γερμανικά

μπαγκέτα [baˈɟɛta] SUBST θηλ

1. μπαγκέτα (ψωμί):

μπαγκέτα
Baguette θηλ o ουδ

2. μπαγκέτα (του διευθυντή ορχήστρας):

μπαγκέτα
Taktstock αρσ
μπαγκέτα (τυμπάνων) θηλ ΜΟΥΣ
Schlägel αρσ
μπαγκέτα (για ντραμς) θηλ ΜΟΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский