Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ξανακούω , ξανακάνω και ξανακυριεύω

ξανακά|νω <-να, -μωμένος> [ksanaˈkanɔ] VERB μεταβ

ξανακού|ω <-σα, -στηκα> [ksanaˈkuɔ] VERB μεταβ

1. ξανακούω (ακούω ξανά):

2. ξανακούω (ακούω άλλη φορά):

ξανακυρι|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [ksanaciriˈɛvɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский