Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ομολογουμένως , ομολογιούχος , ευλογημένος και δικαιολογημένος

ομολογουμένως [ɔmɔlɔɣuˈmɛnɔs] ΕΠΊΡΡ

ευλογημέν|ος <-η, -ο> [ɛvlɔjiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ομολογιούχ|ος (-α) [ɔmɔlɔjiˈux|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

δικαιολογημέν|ος <-η, -ο> [ðicɛɔlɔjiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский