Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για εμμένω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμμένω <ενέμεινα> [ɛˈmɛnɔ] VERB αμετάβ

εμμένω σε
bestehen auf +δοτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский