Ελληνικά » Γερμανικά

υπόκοσμος [iˈpɔkɔzmɔs] SUBST αρσ

υποκλυσμός [ipɔklizˈmɔs] SUBST αρσ

υποκινητής (υποκινήτρια) [ipɔciniˈtis, ipɔciˈnitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

υποκίνησ|η <-εις> [ipɔˈcinisi] SUBST θηλ

υποκριτής (υποκρίτρια) [ipɔkriˈtis, ipɔˈkritria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. υποκριτής (προσποιητής):

Heuchler(in) αρσ (θηλ)

2. υποκριτής ΘΈΑΤ:

Darsteller(in) αρσ (θηλ)

υποκόπανος [ipɔˈkɔpanɔs] SUBST αρσ

υποκλοπή [ipɔklɔˈpi] SUBST θηλ

1. υποκλοπή (μηνύματος):

Abfangen ουδ

2. υποκλοπή (τηλεφωνήματος):

Abhören ουδ

υποκύ|πτω <-ψα> [ipɔˈciptɔ] VERB αμετάβ

1. υποκύπτω (υποτάσσομαι):

υπόκωφ|ος <-η, -ο> [iˈpɔkɔfɔs] ΕΠΊΘ

υποκείμενο [ipɔˈcimɛnɔ] SUBST ουδ

1. υποκείμενο (άτομο) ΓΛΩΣΣ:

Subjekt ουδ

2. υποκείμενο (θέμα):

Thema ουδ

υποκινησία [ipɔciniˈsia] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский