Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για καλλιεργητής στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλλιεργητής (καλλιεργήτρια) [kaliɛrjiˈtis, kaliɛrˈjitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. καλλιεργητής (γεωργός):

καλλιεργητής (καλλιεργήτρια)
Landwirt(in) αρσ (θηλ)

2. καλλιεργητής (μαργαριταριών):

καλλιεργητής (καλλιεργήτρια)
Züchter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский