Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για τρομερός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρομερ|ός <-ή, -ό> [trɔmɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. τρομερός (που προκαλεί τρόμο, κακός):

τρομερός

2. τρομερός μτφ (απίστευτος):

τρομερός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский