στο λεξικό PONS
απασχολημέν|ος <-η, -ο> [apasxɔliˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
1. απασχολημένος:
- απασχολημένος με
-
- ήταν απασχολημένος να ξεδιαλέγει παλιές φωτογραφίες
-
2. απασχολημένος (με έγνοιες):
- απασχολημένος
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- ήταν απασχολημένος να ξεδιαλέγει παλιές φωτογραφίες