Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για δυσπιστώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δυσπιστ|ώ <-είς, -ησα> [ðispisˈtɔ] VERB αμετάβ

δυσπιστώ σε κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский