Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ασπρισμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καθορισμέν|ος <-η, -ο> [kaθɔrizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

σταμπαρισμέν|ος <-η, -ο> [stambarizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (στην αστυνομία κτλ)

ασπριδερ|ός <-ή, -ό> [aspriðɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

ασπροντυμέν|ος <-η, -ο> [asprɔdiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ασπροφορεμέν|ος <-η, -ο> [asprɔfɔrɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αναγνωρισμέν|ος <-η, -ο> [anaɣnɔrizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

άσπρισμα [ˈasprizma] SUBST ουδ

1. άσπρισμα (τοίχου):

Tünchen ουδ

2. άσπρισμα (ρούχων):

Bleichen ουδ

ζαλισμέν|ος <-η, -ο> [zalizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

φημισμέν|ος <-η, -ο> [fimizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. φημισμένος (ξακουστός):

2. φημισμένος (που έχει υπόληψη):

οργισμέν|ος <-η, -ο> [ɔrjizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский