Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μπουσουλίζω , μπουσουλώ και μπούσουλας

μπουσουλ|ώ <-άς, -ησα> [busuˈlɔ], μπουσουλί|ζω [busuˈlizɔ] <-σα> VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский