στο λεξικό PONS
πορεία [pɔˈria] SUBST θηλ
1. πορεία (περπάτημα):
- πορεία
- Marsch αρσ
- πορεία διαμαρτυρίας
- Protestmarsch αρσ
2. πορεία (δρόμος, κατεύθυνση):
- πορεία
- Weg αρσ
3. πορεία (εξέλιξη διαδικασίας):
- πορεία
- Verlauf αρσ
4. πορεία (σταδιοδρομία):
- επαγγελματική πορεία
-
- επαγγελματική πορεία
-
5. πορεία ΝΑΥΣ:
- πορεία
- Kurs αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- πορεία θηλ διαμαρτυρίας
- Protestmarsch αρσ
- πορεία θηλ ειρήνης
- Friedensmarsch αρσ
- πορεία διαμαρτυρίας
- Protestmarsch αρσ