Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για φορτωμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φορτισμέν|ος <-η, -ο> [fɔrtizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ ΗΛΕΚ

φορεμέν|ος <-η, -ο> [fɔrɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. φορεμένος (που φορέθηκε ήδη):

2. φορεμένος (φθαρμένος):

χαριτωμέν|ος <-η, -ο> [xaritɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. χαριτωμένος (πρόσωπο, κινήσεις):

2. χαριτωμένος (μικρό παιδάκι):

φορτωτής [fɔrtɔˈtis] SUBST αρσ

1. φορτωτής (εργάτης):

Ladearbeiter αρσ

2. φορτωτής (αποστολέας φορτίου):

Befrachter αρσ

φορτωτικ|ός <-ή, -ό> [fɔrtɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. φορτωτικός (σχετικός με την αποστολή):

Fracht-
Frachtpapiere ουδ πλ

2. φορτωτικός (σχετικός με το φόρτωμα):

Lade-
Ladekran αρσ

ματωμέν|ος <-η, -ο> [matɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

πυρακτωμέν|ος <-η, -ο> [piraktɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

φορτωτικά [fɔrtɔtiˈka] SUBST ουδ πλ

φορτικ|ός <-ή, -ό> [fɔrtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

φορτιστής [fɔrtisˈtis] SUBST αρσ ΗΛΕΚ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский