Ελληνικά » Γερμανικά

ειρηνοποιός [irinɔpiˈɔs] SUBST mf

ελληνοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛlinɔpiˈɔ] VERB μεταβ

I . ειρην|εύω <-εψα, -εμένος> [iriˈnɛvɔ] VERB μεταβ (αντίπαλους)

II . ειρην|εύω <-εψα, -εμένος> [iriˈnɛvɔ] VERB αμετάβ (ηρεμώ)

I . ικανοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ikanɔpiˈɔ] VERB μεταβ

1. ικανοποιώ (άνθρωπο):

2. ικανοποιώ (απαιτήσεις, ορμές):

3. ικανοποιώ (επιθυμία μου):

4. ικανοποιώ (επιθυμία άλλου):

II . ικανοποιούμαι VERB αυτοπ ρήμα

ειρηνοδίκης [irinɔˈðicis] SUBST mf

ειρηνοφιλία [irinɔfiˈlia] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский