Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ευημερώ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευημερ|ώ <-είς, -ησα> [ɛvimɛˈrɔ] VERB αμετάβ

2. ευημερώ (ζω χωρίς υλικές στερήσεις):

ευημερώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский