Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ευφυής , ευρέως , ευθέως , ευήθως και ευφυΐα

ευφυ|ής <-ής, -ές> [ɛfiˈis] ΕΠΊΘ

ευφυΐα [ɛfiˈia] SUBST θηλ

ευήθως [ɛˈviθɔs] ΕΠΊΡΡ

ευθέως [ɛfˈθɛɔs] ΕΠΊΡΡ

1. ευθέως (κατευθείαν):

2. ευθέως (με ειλικρίνεια):

ευρέως [ɛˈvrɛɔs] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский