στο λεξικό PONS
κρέα|ς <gen: -τος> [ˈkrɛas] SUBST ουδ
- κρέας
- Fleisch ουδ
- κρέας αλόγου
- Pferdefleisch ουδ
- κρέας βοδινό
- Rindfleisch ουδ
- κρέας θηραμάτων
- Wildfleisch ουδ
- κρέας κουνελιού
- Kaninchenfleisch ουδ
- κρέας μοσχαρήσιο
- Kalbfleisch ουδ
- νωπό κρέας
- Frischfleisch ουδ
- κρέας πουλερικών
- Geflügelfleisch ουδ
- κρέας πρόβειο
- Schaffleisch ουδ
- κρέας χοιρινό
- Schweinefleisch ουδ
- χωρίς κρέας
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- κρέας ουδ βοδινό
- Rindfleisch ουδ
- κρέας ουδ μοσχαρίσιο
- Kalbfleisch ουδ
- κρέας ουδ χοιρινό
- Schweinefleisch ουδ
- κρέας ουδ μαρινάτο
- νωπό κρέας
- Frischfleisch ουδ