Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αναρριχιέμαι στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναρριχ|ιέμαι <-ήθηκα> [anariˈçɛmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

αναρριχιέμαι σε
klettern auf +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский