Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αβεβαιότητα , βεβαιότητα , αμοιβαιότητα και αβεβαίωτος

βεβαιότητα [vɛvɛˈɔtita] SUBST θηλ

1. βεβαιότητα (σιγουριά):

Sicherheit θηλ

2. βεβαιότητα (σίγουρη γνώση από τα πριν):

Gewissheit θηλ

αμοιβαιότητα [amivɛˈɔtita] SUBST θηλ

αβεβαίωτ|ος <-η, -ο> [avɛˈvɛɔtɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский