στο λεξικό PONS
απορρί|πτω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [apɔˈriptɔ] VERB μεταβ
1. απορρίπτω (πετώ):
- απορρίπτω
-
2. απορρίπτω (άτομο):
- απορρίπτω
-
3. απορρίπτω (αίτηση, προσφορά, πρόσκληση, πρόταση):
- απορρίπτω
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.