Ελληνικά » Γερμανικά

παραστράτημα [paraˈstratima] SUBST ουδ

παρατεταμέν|ος <-η, -ο> [paratɛtaˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

παραστρατί|ζω <-σα> [parastraˈtizɔ], παραστρατ|ώ [parastraˈtɔ] <-είς, -ησα, -ημένος> VERB αμετάβ (παίρνω τον κακό δρόμο)

I . παρακείμεν|ος <-η, -ο> [paraˈcimɛnɔs] ΕΠΊΘ

II . παρακείμεν|ος [paraˈcimɛnɔs] SUBST αρσ ΓΛΩΣΣ

παραστάτης (παραστάτιδα) [paraˈstatis, paraˈstatiða] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. παραστάτης (βοηθός):

Gehilfe αρσ (Gehilfin) θηλ

2. παραστάτης ΣΤΡΑΤ:

Nebenmann αρσ

3. παραστάτης ΝΟΜ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский