στο λεξικό PONS
I. γενν|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [jɛˈnɔ] VERB μεταβ
II. γεννιέμαι VERB αυτοπ ρήμα
1. γεννιέμαι (για έμβιο ον):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.