στο λεξικό PONS
επ|ιτυγχάνω <-έτυχα, -ιτεύχθηκα, -ιτυχημένος> [ɛpitiŋˈxanɔ]
επιτυγχάνω s. πετυχαίνω
I. πετυχ|αίνω <-α, -ημένος> [pɛtiˈçɛnɔ] VERB μεταβ
1. πετυχαίνω (για βλήμα):
2. πετυχαίνω (κατορθώνω):
II. πετυχ|αίνω <-α, -ημένος> [pɛtiˈçɛnɔ] VERB αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.