στο λεξικό PONS
πεινασμέν|ος <-η, -ο> [pinazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
- πεινασμένος
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- πεθερικά
- πεθερός
- πειθαρχείο
- πειθαρχία
- πειθαρχικός
- πεινασμένος
- πεινώ
- πείρα
- πείραγμα
- πειράζω
- Πειραιάς