στο λεξικό PONS
άρθρωσ|η <-εις> [ˈarθrɔsi] SUBST θηλ
1. άρθρωση (προφορά των φθόγγων):
- άρθρωση
- Artikulation θηλ
2. άρθρωση (κλείδωση) ΜΗΧΑΝΙΚΉ:
- άρθρωση
- Gelenk ουδ
-
- Ellbogengelenk ουδ
-
- Kniegelenk ουδ
-
- Hüftgelenk ουδ
-
- Kugelgelenk ουδ
-
- Schultergelenk ουδ
- ποδοκνημική άρθρωση
- Sprunggelenk ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.